- ἠπιωτέρᾳ
- ἠπιωτέρᾱͅ , ἤπιοςgentlefem dat comp sg (attic doric aeolic)ἠπιωτέρᾱͅ , ἤπιοςgentlefem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠπιωτέρα — ἠπιωτέρᾱ , ἤπιος gentle fem nom/voc/acc comp dual ἠπιωτέρᾱ , ἤπιος gentle fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἠπιωτέρᾱ , ἤπιος gentle fem nom/voc/acc comp dual ἠπιωτέρᾱ , ἤπιος gentle fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιώτερα — ἤπιος gentle neut nom/voc/acc comp pl ἤπιος gentle neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιωτέρας — ἠπιωτέρᾱς , ἤπιος gentle fem acc comp pl ἠπιωτέρᾱς , ἤπιος gentle fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἠπιωτέρᾱς , ἤπιος gentle fem acc comp pl ἠπιωτέρᾱς , ἤπιος gentle fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιωτέραν — ἠπιωτέρᾱν , ἤπιος gentle fem acc comp sg (attic doric aeolic) ἠπιωτέρᾱν , ἤπιος gentle fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek